- ὀκτάχορδα
- ὀκτάχορδοςwith eight stringsneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οκτάχορδος — και οχτάχορδος, η, ο (Α οκτάχορδος, ον) 1. (για μουσική κλίμακα) αυτός που αποτελείται από οκτώ χορδές, δηλ. μουσικούς φθόγγους («ὀκτάχορδα συστήματα», Αριστοτ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το οκτάχορδο μουσικό όργανο με οκτώ χορδές νεοελλ. (για μουσικό… … Dictionary of Greek